Ποριώτης

Ποριώτης
ο, θηλ. Ποριώτισσα
1. ο κάτοικος τού Πόρου ή αυτός που κατάγεται από τον Πόρο
2. ναυτ. (ως προσηγορ.) ποριώτης
ο ανάπους ή ο ανάτονος τού παρακατίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πόρος + κατάλ. -ιώτης (πρβλ. Βολ-ιώτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ποριώτης — ο θηλ. ώτισσα αυτός που κατοικεί στον Πόρο ή κατάγεται απ αυτόν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ποριώτης, Νικόλαος — (1870 – 1945). Λόγιος και μεταφραστής. Υπέρμαχος της δημοτικής, αγωνίστηκε για την καθιέρωση της σε μια περίοδο κατά την οποία οι γλωσσικές διαμάχες προκαλούσαν σοβαρές οξύτητες. Έγραψε διάφορα αξιόλογα έργα, τα κυριότερα από τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • ποριώτικος — η, ο, Ν [Ποριώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πόρο ή στον Ποριώτη ή αυτός που προέρχεται από τον Πόρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”